πυρπολικός

πυρπολικός
-ή, -ό
1. που αναφέρεται ή ανήκει στην πυρπόληση, εμπρηστικός.
2. το ουδ. ως ουσ., πυρπολικό πλοίο με εύφλεκτες ύλες για την πυρπόληση εχθρικών πλοίων, αλλ. μπουρλότο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυρπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρπόληση ή αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το πυρπολικό ναυτ. πλοίο που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα, το οποίο …   Dictionary of Greek

  • πυρπολικό — το, Ν βλ. πυρπολικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”